- αλάστωρ
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως συνέβη στην περίπτωση του μητροκτόνου Ορέστη. Αργότερα, η λέξη απέκτησε γενικά τη σημασία του ποταπού και του αχρείου.
2. Γιος του Νηλέα και της κόρης του Αμφίονα Χλωρίδας. Σκοτώθηκε από τον Ηρακλή στην Πύλο.
3. Γιος του Πολυνείκη και της κόρης του Άδραστου Αργείας, σύζυγος της Αρπαλύκης.
4. Ευγενής από τη Λυκία, ένας από τους υπαρχηγούς του Σαρπηδόνα στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Οδυσσέα.5. Ένας από τους υπαρχηγούς του Νέστορα στον Τρωικό πόλεμο. Μαζί με τον Μηκιστέα, μετέφερε στα πλοία των Αχαιών τον Τεύκρο και σε άλλη περίπτωση τον Υψήτορα, που είχαν τραυματιστεί στη μάχη.
* * *(-ορος), ο, η (Α ἀλάστωρ)νεοελλ.αυτός που επιφέρει καταστροφή, καταστρεπτικός, εκδικητικός, τιμωρόςαρχ.1. εκδικητικό πνεύμα ή θεότητα, κακός δαίμονας2. αυτός τού οποίου οι πράξεις είναι άξιες εκδικήσεως, καταρραμένος, άθλιος, αχρείος, μιαρός3. φρ. «βουκόλων ἀλάστωρ», η πληγή τών βουκόλων, δηλ. το λιοντάρι τής Νεμέας.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αρχαία, που, όπως φαίνεται και από την κατάληξή της, δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας σε αντίθεση με τα ονόματα σε –τηρ, που δηλώνουν τον υπεύθυνο ή αρμόδιο για μια λειτουργία (πρβλ. ἀκέστωρ-ἀκεστήρ, ἀλεξήτωρ-ἀλεξητήρ, ἡγήτωρ-ἡγητήρ κ.λπ.). Η λ. ἀλάστωρ χρησιμοποιείται επίσης και ως κύριο όνομα (ανθρωπωνύμιο και θεωνύμιο) και μόνο έτσι απαντά στον Όμηρο. Η συνήθης σημασία τής λ. είναι «εκδικητής δαίμονας» και συνδέεται σημασιολογικά με τις έννοιες τής εκδίκησης, τής τιμωρίας και τής «ύβρεως». Γενικά η λ. έχει θρησκευτική σημασιολογική χροιά που τή συνδέει και με λ. όπως ἐνθύμιο, ἀλιτήριος κ.λπ. Ετυμολογικά η λ. μπορεί να προέρχεται από το ρ. ἀλαστῶ* είτε απευθείας από το επίθ. ἄλαστος*. Κατ’ άλλους η λ. έχει κοινή ετυμολογική προέλευση με το επίθ. ἄλαστος βλ. λ.. Η πρώτη άποψη δεν επαρκεί για την ερμηνεία τών περιπτώσεων που το επίθ. δεν έχει τη σημασία «εκδικητής θεός», ενώ κατά τη δεύτερη άποψη είναι προβληματική η χρήση τού επίθ. ως κύριου ονόματος (βλ. και ἄλαστος). Γενικά οι όροι ἀλάστωρ και ἄλαστος δημιουργούν προβλήματα ως προς την ετυμολογική προέλευση και σημασία τους λόγω τής μεγάλης ποικιλίας τών χρήσεών τους, που απορρέει από τον ιδιαίτερο θρησκευτικό τους χαρακτήρα].
Dictionary of Greek. 2013.